- μυκητοκύτταρο
- τοζωολ. καθένα από τα εντερικά κύτταρα που συγκροτούν το μυκήτωμα σε ορισμένα έντομα και που είναι συμβιωτικοί μικροοργανισμοί, ειδικότερα ζύμες ή βακτήρια, οι οποίοι μεταβιβάζονται από τη μια γενιά στην άλλη μέσω τελειοποιημένων μηχανισμών.
Dictionary of Greek. 2013.